- ὠμαλθής
- ὠμαλθής, ές, ([etym.] ὠμός, ἀλθαίνω) ἕλκος ὠ. a woundA scarred over too soon, without healing properly, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωμαλθής — ές, Α (για έλκος) αυτός που επουλώθηκε γρηγορότερα από το κανονικό και όχι πλήρως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + αλθής (< ἄλθος «θεραπεία, φάρμακο»), πρβλ. πολυ αλθής) … Dictionary of Greek
ὠμαλθές — ὠμαλθής scarred over too soon masc/fem voc sg ὠμαλθής scarred over too soon neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… … Dictionary of Greek